Showing posts with label Ιστορία. Show all posts
Showing posts with label Ιστορία. Show all posts

Tuesday, February 5, 2019

ΕΛΛΑΣ.Μαρία Ρεπούση: Η τελική πράξη των εκτοπίσεων



ΕΤΙΚΕΤΕΣ:

Η Μικρασιατική Καταστροφή, όπως συνηθίζουμε στην Ελλάδα να αποκαλούμε την ήττα του ελληνικού στρατού στο μικρασιατικό μέτωπο και το τέλος του μικρασιατικού ελληνισμού, εγκαινιάζει την τελική πράξη του δράματος των μαζικών μετακινήσεων, των εκτοπίσεων, των διωγμών και των εθνικών εκκαθαρίσεων, που ακολουθώντας προηγούμενες πρακτικές είχαν αυτή τη φορά αφετηρία την εθνική αφύπνιση των πληθυσμών που τελούσαν υπό την οθωμανική κυριαρχία και τη σταδιακή ανάδυση και ολοκλήρωση των εθνικών κρατών στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα και των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα.
Στο πλαίσιο αυτού του βίαιου κύματος, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν μετακινηθεί ακολουθώντας τις νέες συνορογραμμές που δημιουργούσαν οι εθνικές επαναστάσεις, οι πόλεμοι και η σταδιακή αποχώρηση των Οθωμανών από την ευρωπαϊκή ήπειρο. Μουσουλμάνοι και χριστιανοί είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη γη τους. Προηγήθηκαν οι μουσουλμάνοι, ήδη από την περίοδο των σερβικών εξεγέρσεων του 1804 και του 1815, της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913. Στους Βαλκανικούς, 125.000 είναι όσοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν μόνο από τη Μακεδονία, ενώ το οθωμανικό υπουργείο Εσωτερικών εκτιμούσε ότι την ίδια περίοδο η χώρα είχε υποδεχθεί συνολικά περισσότερους από 400.000 πρόσφυγες.
Ακολούθησαν οι Ελληνες των παραλίων της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, κατά τη διάρκεια των διωγμών που επέβαλε η κυβέρνηση των Νεοτούρκων. Δεν έλειψαν οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι. Το 1922 –τόσο στη Μικρασία όσο και στην Ανατολική Θράκη με την ανακωχή των Μουδανιών τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου– και η Σύμβαση της Λωζάννης τον Ιανουάριο του 1923 ολοκληρώνουν το κύμα των βίαιων μαζικών μετακινήσεων που ξεκίνησαν με την εθνοποιητική διαδικασία στα Βαλκάνια.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η διαδικασία αυτή είχε σχετικά καθυστερήσει, καθώς οι οθωμανικές ελίτ ταλαντεύονταν ανάμεσα στον ισλαμισμό, στον οθωμανισμό και στον τουρκισμό ως τον βασικό πυλώνα για τη μετεξέλιξη του κράτους τους. Στο τέλος, όμως, της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα και κυρίως μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η πλάστιγγα γέρνει υπέρ του τουρκισμού και της προοπτικής του εθνικού κράτους. Η επιλογή αυτή ενισχύεται περαιτέρω κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και κυριαρχεί με το τέλος του και την εφαρμογή των σχεδίων του διαμελισμού που θέλουν να επιβάλουν οι νικήτριες δυνάμεις με τη Συνθήκη των Σεβρών.
Το τέλος των αριθμητικά υπολογίσιμων, οικονομικά ανθηρών και πολιτισμικά κυρίαρχων μη μουσουλμανικών πληθυσμών είναι στην πραγματικότητα προδιαγεγραμμένο, καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία οδεύει ολοταχώς προς τη δημιουργία εθνικού κράτους. Η απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη τον Μάιο του 1919 και ο Μικρασιατικός Πόλεμος 1919-1922 επιταχύνουν καθοριστικά τις εξελίξεις, καθώς ενισχύουν την εθνική ρητορική και τη συστράτευση των οθωμανικών πληθυσμών στον κοινό αγώνα της εκδίωξης των Ελλήνων. Οι Ελληνες δεν ήταν οι οποιοιδήποτε ξένοι που είχαν καταλάβει με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου περιοχές της οθωμανικής επικράτειας για να επιβάλουν τους οικονομικούς τους όρους. Οι Ελληνες στηρίζονταν σε πληθυσμούς που είτε ζούσαν εκεί από γενιά σε γενιά είτε είχαν επιστρέψει με το τέλος του πολέμου. Οι Ελληνες είχαν έρθει για να μείνουν, να υποδουλώσουν την πατρίδα τους, να προσαρτήσουν τη γη τους στο ελληνικό βασίλειο και να κάνουν τη Μεγάλη Ελλάδα. Ο αγώνας τους εναντίον των Ελλήνων είναι το εθνικό τους καθήκον. Η δική μας Μικρασιατική Καταστροφή είναι ο δικός τους Αγώνας της Ανεξαρτησίας.
* Η κ. Μαρία Ρεπούση είναι καθηγήτρια Ιστορίας και Ιστορικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.gr

Monday, September 4, 2017

Το πρώτο κείμενο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ που ήρθε στο φως

To 1986 βρέθηκε στην Πέλλα ένα από τα σημαντικότερα από γλωσσική άποψη κείμενα της μακεδονικής γης.[1] Πρόκειται για ένα ταπεινό κείμενο, μια ερωτική κατάρα (κατάδεσμος), αλλά αποτελεί μια από τις σπουδαιότερες άμεσες μαρτυρίες για την ελληνική διάλεκτο που μιλούσε ο μακεδονικός λαός στην πρωτεύουσα του βασιλείου του.
Χρονολογείται γύρω στα 375-350 π.Χ. και δείχνει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η γλώσσα των Μακεδόνων αποτελούσε μια ξεχωριστή παραλλαγή των λεγόμενων βορειοδυτικών ελληνικών διαλέκτων, που με τη σειρά τους συγγενεύουν στενά με την δωρική.

Όπως σημειώνει ο Crespo 2012, 55: «Ο ερωτικός κατάδεσμος παρέχει έναν νέο τύπο βορειοδυτικής δωρικής και δεν έχει παράλληλο στις λογοτεχνικές διαλέκτους. Οι μέχρι τώρα γνωστοί κατάδεσμοι είναι όλοι γραμμένοι στην τοπική διάλεκτο της περιοχής όπου βρέθηκαν και δεν υπάρχει λόγος να υποτεθεί ότι η πινακίδα αυτή αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. Εφόσον ο κατάδεσμος από την Πέλλα παρουσιάζει έναν συνδυασμό διαλεκτικών χαρακτηριστικών που διαφέρει από όλες τις άλλες τοπικές ή λογοτεχνικές διαλέκτους, πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα να γράφτηκε σε κάποια άλλη διαλεκτική περιοχή και να μεταφέρθηκε έπειτα στην Πέλλα. Καθώς μαρτυρείται αποκλειστικά στην αρχαία Μακεδονία, η διάλεκτος μπορεί δικαιολογημένα να ονομαστεί μακεδονική. Οι μαρτυρίες γιʼ αυτήν είναι τόσο πενιχρές και πρόσφατες όσο π.χ. και για την παμφυλιακή, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ελληνική διάλεκτο».
μια ανώνυμη γυναίκα καταριέται τον αγαπημένο της Διονυσοφώντα να μην παντρευτεί, όπως προφανώς, σκοπεύει, την Θετίμα, αλλά να προτιμήσει την ίδια.
[Θετί]μας καὶ Διονυσοφῶντος τὸ τέλος καὶ τὸν γάμον καταγράφω καὶ τᾶν ἀλλᾶν πασᾶν γυ-
[ναικ]ῶν καὶ χηρᾶν καὶ παρθένων, μάλιστα δὲ Θετίμας, καὶ παρκαττίθεμαι Μάκρωνι καὶ
[τοῖς] δαίμοσι· καὶ ὁπόκα ἐγὼ ταῦτα διελε<ί>ξαιμι καὶ ἀναγνοίην πάλ{ε̣}ιν ἀνορ<ύ>ξασα,
[τόκα] γᾶμαι Διονυσοφῶντα, πρότερον δὲ μή· μὴ γὰρ λάβοι ἄλλαν γυναῖκα ἀλλ’ ἢ ἐμέ,
[ἐμὲ δ]ὲ συνκαταγηρᾶσαι Διονυσοφῶντι καὶ μηδεμίαν ἄλλαν· ἱκέτις ὑμῶ<ν> γίνο-
[μαι· φίλ]αν οἰκτίρετε δαίμονες φίλ[ο]ι∙ δαπ̣<ε>ινὰ γάρ ἰμε φίλων πάντων καὶ ἐρήμα· ἀλλὰ
[—-]α φυλάσσετε ἐμὶν ὅ[π]ως μὴ γίνηται ταῦ̣[τ]α καὶ κακὰ κακῶς Θετίμα ἀπόληται·
[․․․․].ΑΛ[ ]․ΥΝΜ․.ΕΣΠΛΗΝ ἐμός, ἐμὲ δὲ [ε̣]ὐ[δ]αίμονα καὶ μακαρίαν γενέσται·
[— — —]ΤΟ․[— — —]․․․Ε․ΕΩ[]Α․[․]Ε..ΜΕΓΕ[— — —].
Δένω με μάγια γραπτά[2] την τελετή και το γάμο της Θετίμας[3] και του Διονυσοφώντος και όλων των άλλων[4] γυναικών και χηρών και παρθένων, ιδιαίτερα όμως της Θετίμας, και τα εμπιστεύομαι στον Μάκρωνα[5] και τους άλλους δαίμονες.[6] Κι όταν εγώ τα ξεθάψω, τα ξετυλίξω και τα διαβάσω πάλι, τότε να παντρευτεί ο Διονυσοφών, όχι νωρίτερα.[7] Και να μην πάρει άλλη γυναίκα, παρά εμένα, και εγώ να γεράσω μαζί με τον Διονυσοφώντα και καμιά άλλη. Γίνομαι ικέτης σας! Την φίλη σας οικτίρετε φίλοι δαίμονες, γιατί είμαι ταπεινή[8] και στερημένη απ’ όλους τους φίλους. Αλλά προσέξτε για χάρη μου[9] ώστε να μην γίνει αυτός ο γάμος και η κακιά Θετίμα να χαθεί με τρόπο κακό…
…ο δικός μου, ενώ εγώ να γίνω[10] ευδαίμων και μακάρια…
[1] Πρόκειται για μολύβδινο έλασμα που βρέθηκε στην πρώτη νεκρόπολη της Πέλλας, νοτιοανατολικά της αγοράς της πόλης. Ήταν τυλιγμένη σε μορφή ρολού και είχε 9 χαραγμένες γραμμές. Στα αριστερά λείπει μια κάθετη λωρίδα περίπου 4 γραμμάτων. Η 8η και η 9η σειρά είναι πιο κατεστραμμένες.
[2] Το ρήμα που χρησιμοποιείται συνήθως στις κατάρες είναι το καταδέω (δένω με μάγια) ή καταδίδημι. Εδώ χρησιμοποιείται το καταγράφω που δίνει έμφαση στη γραπτή μορφή που έχει η κατάρα και συνηθίζεται πιο πολύ στις δωρικές περιοχές.
[3] Θετίμα = Θεοτίμη. Η απώλεια του /ο/ (υφαίρεση) απαντά στη βοιωτική, τη φωκική, στην Κω και ειδικά την μεγαρική, όπου έχουμε Θέδωρος, Θέγειτος, Θέμναστος και Θέτιμος. Από φωνητική άποψη το ίδιο συμβαίνει στο Κλε-<Κλεο- και το Νε-<Νέο-. Σύμφωνα με τον γραμματικό Δίδυμο τέλος ήταν η δωρική λέξη για τον γάμο, ενώ ο Ησύχιος παραδίδει γλώσσα τέλειοι∙ οἱ γεγαμηκότες, την οποία πρέπει να βρήκε σε Δωριέα συγγραφέα. Η μακεδονική, όπως φαίνεται από τη επιγραφή, χρησιμοποιεί την λέξη τέλος με την πιο επίσημη σημασία της επίσημης γαμικής τελετής, ενώ τη λέξη γάμος με την έννοια της σεξουαλικής ένωσης που πάντα συνυπήρχε στο ρήμα γαμέω, γαμῶ. Αντίθετα η αττική πρέπει να καινοτόμησε χρησιμοποιώντας στην θέση της κληρονομημένης λέξης τέλος τη λέξη γάμος. Ωστόσο ένα υπόλειμμα της παλαιάς χρήσης διατηρήθηκε στη φράση προτέλεια γάμου για τις προσφορές που έκαναν οι μελλόνυμφοι Αθηναίοι στην Αφροδίτη Ουρανία. Εδώ η λέξη προτέλεια σημαίνει την προ του γάμου προσφορά και κατά κάποιο τρόπο εξηγείται από τη γενική γάμου που ακολουθεί.
[4] Τᾶν ἀλλᾶν πασᾶν = τῶν ἄλλων πασῶν. Δύο ενδιαφέρουσες γλωσσικές παρατηρήσεις. α) Η γενική πληθυντικού των θηλυκών της πρώτης κλίσης ήταν κάποτε -άων. Η δωρική και αιολική συναίρεσαν σε -ᾶν, η αττική σε -ῶν. β) Ο δωρικός τύπος ἀλλᾶν κρατά τον αρχικό τονισμό στη λήγουσα, ενώ ο αττικός ἄλλων τον ανεβάζει στην παραλήγουσα υπό την επίδραση του ομόηχου αρσενικού τύπου.
[5] Ο Μάκρων είναι ο νεκρός μέσα στον τάφο του οποίου τοποθετείται η κατάρα. Οι νεκροί θεωρούνταν ότι μπορούν να φέρουν την εκπλήρωση μιας κατάρας (νεκυδαίμονες). Παρκαττίθεμαι = παρακατατίθεμαι (πβ. παρακαταθήκη). Ο μακεδονικός τύπος παρουσιάζει αποκοπή των προθέσεων, όπως συμβαίνει στην δωρική και αιολική. Ο ίδιος τύπος απαντά στην λακωνική Ηράκλεια της Λουκανίας. Ωστόσο η αποκοπή του βραχύχρονου καταληκτικού φωνήεντος της πρόθεσης κατά στη λειτουργία της ως προρρηματικού συμβαίνει πριν από οδοντικό κλειστό (παρκαττίθεμαι), αλλά όχι πριν από υπερωικό κλειστό: καταγράφω, συγκαταγηρᾶσαι· δεν υπάρχει αποκοπή στον τύπο ἀναγνοίην.
[6] Δαίμοσι είναι ο κοινός ελληνικός τύπος. Η γειτονική θεσσαλική είχε δαιμόνεσσι και η τυπική βορειοδυτική ελληνική δαιμόνοις.
[7] Όλες αυτές οι πράξεις που υποδηλώνουν μελλοντική αναίρεση της κατάρας δεν πρέπει να νοηθούν ως κάτι που θα συμβεί πραγματικά, αλλά αποτελούν ένα είδος σχήματος του αδυνάτου, δηλαδή κάτι που δεν θα συμβεί, και ενισχύουν αντί να αποδυναμώνουν την κατάρα. Γᾶμαι = γαμῆσαι, απαρέμφατο αορίστου.
[8] Το αρχαίο κείμενο παρουσιάζει την ακατάληπτη γραφή ΔΑΓΙΝΑ. Ο Dubois υποθέτει ότι το Γ είναι λάθος αντί για το Π. Προκύπτει λέξη δαπινά, όπου το δ θα ισοδυναμεί με το αττικό τ και το ι θα ήταν ορθογραφικό σφάλμα αντί του ει . Δαπεινά = ταπεινή. Ο ιδιόμορφος τύπος ἰμε (είναι άτονος, επειδή ο τόνος εγκλίνεται στο προηγούμενο γάρ) αντιστοιχεί στο αττικό εἰμί. Μπορεί να οφείλεται επίσης σε ορθογραφικό λάθος. Γενικά οι κατάδεσμοι βρίθουν από ορθογραφικά λάθη σε όλο τον ελληνόφωνο κόσμο.
[9] Δωρικό ἐμῖν = ἐμοί.
[10] Γενέσται (βορειοδυτικός τύπος) = γενέσθαι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Laurent Dubois, “Une table de malédiction de Pella : s’agit-il du premier texte macédonien ?”, Revue des Études Grecques 108 1995, 190-197.
-Emmanuel Voutiras, “À propos d’une tablette de malédiction de Pella”, Revue des Études Grecques 109 1996, 678-682.
-Julián Méndez Dosuna, «Η αρχαία μακεδονική ως ελληνική διάλεκτος», Αρχαία Μακεδονία: Γλώσσα, Ιστορία, Πολιτισμός, ΚΕΓ 2012, 53-64.
-Emilio Crespo, «Γλώσσες και διάλεκτοι στην αρχαία Μακεδονία», Αρχαία Μακεδονία: Γλώσσα, Ιστορία, Πολιτισμός, ΚΕΓ 2012, 65-78.

Heterophoton.gr

Thursday, March 30, 2017

Ιστορία Ελλήνων.Οι Εμφύλιες Διαμάχες της Ελληνικής Επανάστασης

Οι αιματηρές συγκρούσεις στρατιωτικών και πολιτικών (Α' Εμφύλιος) και Πελοποννησίων από τη μία πλευρά και Στερεοελλαδιτών και Νησιωτών από την άλλη (Β' Εμφύλιος), συνθέτουν το προφίλ της εμφύλιας διαμάχης κατά τη διάρκεια της Εθνικής Παλιγγενεσίας. Λάφυρο, η εξουσία και ο «λουφές», όπως έλεγε ο Φωτάκος.

Α' Εμφύλιος Πόλεμος (Φθινόπωρο 1823 - Ιούλιος 1824)


Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Οι διαμάχες πολιτικών και στρατιωτικών, που υπέβοσκαν από το πρώτο έτος της Επανάστασης οξύνθηκαν κατά τη διάρκεια και μετά την ολοκλήρωση της Β' Εθνοσυνέλευσης στο Άστρος (18 Απριλίου 1823). Η πολιτική κρίση εξελίχθηκε σε εμφύλιο πόλεμο το πρώτο εξάμηνο του 1824. Οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις ήσαν από τη μία πλευρά οι σημαντικότεροι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη («Αντικυβερνητικοί») και από την άλλη οι σημαντικότεροι πολιτικοί της Πελοποννήσου και οι νησιώτες («Κυβερνητικοί»). Το ρουμελιώτικο στοιχείο, που δεν είχε ενεργό ανάμιξη στη φάση αυτή, εκπροσώπησε ο ηπειρώτης Ιωάννης Κωλέττης. Το θέατρο των επιχειρήσεων υπήρξε η Πελοπόννησος.

Αφορμή στάθηκε η καθαίρεση του υπουργού Δημητρίου Περούκα από τον νέο πρόεδρο του Βουλευτικού (Βουλή) Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, με την κατηγορία της υπέρβασης καθήκοντος. Οι στρατιωτικοί, υπερασπιζόμενοι το Εκτελεστικό (κυβέρνηση), διαλύουν το Βουλευτικό, με την κατηγορία ότι δεν είχε ενεργήσει νόμιμα στην περίπτωση Περούκα.
Στα τέλη Νοεμβρίου 1823 το Βουλευτικό καταφεύγει στο Κρανίδι για να βρίσκεται πιο κοντά στα ναυτικά νησιά που το υποστήριζαν. Από εκεί κηρύσσει παράνομο το Εκτελεστικό και κηρύσσει νέο, με επικεφαλής τον υδραίο μεγαλοκαραβοκύρη Γεώργιο Κουντουριώτη και μέλη τους Παναγιώτη Μπόταση, Ιωάννη Κωλέττη, Νικόλαο Λόντο και Ανδρέα Ζαΐμη. Έτσι, δημιουργούνται δύο πόλοι εξουσίας, ο ένας με έδρα το Κρανίδι («Κυβερνητικοί») και ο άλλος με έδρα την Τριπολιτσά («Αντικυβερνητικοί»). Η μία κυβέρνηση κατηγορούσε την άλλη ως παράνομη, ενώ και οι δύο προκήρυξαν εκλογές για την ανάδειξη νέου Βουλευτικού.
Οι «Αντικυβερνητικοί» κατηγορούσαν τους «Κυβερνητικούς» ότι θέλουν να παραδώσουν την Ελλάδα στους Άγγλους, ενώ οι «Κυβερνητικοί» εξέφραζαν τους φόβους για τις δικτατορικές τάσεις των στρατιωτικών, που αποτελούσαν τη ραχοκοκκαλιά των «Αντικυβερνητικών». Η πλάστιγγα έγειρε εύκολα υπέρ των «Κυβερνητικών», που είχαν τη δύναμη και τον πλούτο. Συσπείρωναν τους νησιώτες εφοπλιστές και κεφαλαιούχους, τους περισσότερους ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, το μεγαλύτερο μέρος των πελοποννησίων γαιοκτημόνων, τους Έλληνες του εξωτερικού και τους περισσότερους φιλέλληνες. Ο Κολοκοτρώνης μπορεί να ήταν η ψυχή των «Αντικυβερνητικών», αλλά οι δυνάμεις που τον υποστήριζαν ήταν περιορισμένες.
Όπλο στα χέρια της κυβέρνησης του Κρανιδίου ήταν και το πρώτο δάνειο της ανεξαρτησίας, που συνήφθη για τις πολεμικές ανάγκες της χώρας, αλλά κατασπαταλήθηκε στην εμφύλια διαμάχη. Μάταια η παράταξη Κολοκοτρώνη προσπάθησε να το μπλοκάρει, επειδή γνώριζε ποια θα ήταν η τύχη του. Το δίμηνο Φεβρουαρίου - Μαρτίου δόθηκαν σκληρές μάχες στις περιοχές της Αρκαδίας και της Αργολίδας, με εύκολη επικράτηση των Κυβερνητικών. Οι ψύχραιμες φωνές για συμβιβασμό επικράτησαν και ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας την αδυναμία του, αναγκάστηκε να συρθεί σε συνδιαλλαγή με τον Κουντουριώτη και μετά από κοπιαστικές συζητήσεις επιτεύχθηκε συμφωνία για τερματισμό των εχθροπραξιών στις 22 Μαΐου 1824. Ο Κολοκοτρώνης αναγνώρισε την κυβέρνηση Κουντουριώτη, η οποία στις αρχές Ιουλίου χορήγησε αμνηστία στους αντιπάλους της.

Β' Εμφύλιος Πόλεμος (Ιούλιος 1824 - Ιανουάριος 1825)


Γεώργιος Κουντουριώτης
Σχεδόν αμέσως, η νικήτρια φατρία του Κουντουριώτη άρχισε να ταλανίζεται από αντιθέσεις και εξαιτίας της διαχείρισης του δανείου. Οι Πελοποννήσιοι αντιλήφθηκαν ότι είχαν δώσει μεγάλη δύναμη στους νησιώτες (Υδραίους και Σπετσιώτες), οι οποίοι αποτελούσαν εμπόδιο στην ηγεμονία τους. Οι παλιοί σύμμαχοι έγιναν τώρα εχθροί και οι παλιοί εχθροί σύμμαχοι. Οι νησιώτες προσεταιρίστηκαν τους ρουμελιώτες και παραμέρισαν τους πελοποννήσιους προκρίτους. Τελικά, οι τελευταίοι αποχώρησαν από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 1824. Οι δύο ομάδες συγκρούστηκαν σκληρά για την εξασφάλιση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας.

Το έναυσμα για τον δεύτερο εμφύλιο έδωσε η άρνηση των κατοίκων της Τριφυλλίας να πληρώσουν φόρους στην κυβέρνηση Κουντουριώτη. Αυτός έστειλε στρατεύματα για να επιβάλει τη θέληση της κυβέρνησης. Οι «κυβερνητικοί» υπό τον Παπαφλέσσα νικήθηκαν και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Με τα χρήματα του δανείου ο Κουντουριώτης έστρεψε τους Στερεοελλαδίτες εναντίον των Πελοποννησίων. Σε ενέδρα έξω από την Τριπολιτσά σκοτώνεται ο γιος το Κολοκοτρώνη, Πάνος, στις 13 Νοεμβρίου 1824. Ο Γέρος του Μωριά συντετριμμένος από τον θάνατο του γιου του αποσύρθηκε στη Βυτίνα, μετανιωμένος για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο.
Ο Κουντουριώτης με τα χρήματα του δανείου εξαγόραζε μικροκαπεταναίους και πλήρωνε τους μισθούς των στρατιωτών τους. Έτσι, μέρα με τη μέρα αποδυνάμωνε την πλευρά των Πελοποννησίων. Η χαριστική βολή δόθηκε με την εισβολή ρουμελιώτικων στρατευμάτων στην Πελοπόννησο. Με αρχηγούς τους Γκούρα και Καραϊσκάκη προκάλεσαν απερίγραπτες καταστροφές και λεηλασίες, ιδιαίτερα στην περιοχή της Αχαΐας. Ο οπλαρχηγός Δημήτριος Πλαπούτας, ως ουδέτερος, προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για τον τερματισμό της εμφύλιας αιματοχυσίας, σε μια περίοδο που η σύμπραξη Σουλτάνου και Μοχάμετ Άλι της Αιγύπτου απειλούσε την Επανάσταση.
Ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε να μεταβεί στο Ναύπλιο και να «προσφέρη εις την Διοίκησιν την υπόκλισίν του και την ευπείθειάν του εις τους νόμους της πατρίδος…». Είχε λάβει αόριστες διαβεβαιώσεις ότι η Κυβέρνηση θα χορηγούσε αμνηστία στους αντιπάλους της. Όμως, ο Κουντουριώτης δεν πίστεψε τα λόγια του μεγάλου του αντιπάλου και αφού τον συνέλαβε στις 6 Φεβρουαρίου 1825 τον έκλεισε στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στην Ύδρα. Τον Απρίλιο η κυβέρνηση κατάφερε να υποτάξει τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που ήταν στο πλευρό του Κολοκοτρώνη και στους δύο εμφυλίους. Φυλακίστηκε στην Ακρόπολη και δολοφονήθηκε στις 5 Ιουνίου 1825.
Ο Κολοκοτρώνης είχε διαφορετική μοίρα. Αφέθηκε ελεύθερος την ίδια περίοδο, όταν οι πάντες είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που διέτρεχε ο Εθνικός Ξεσηκωμός. Ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει τη μισή Πελοπόννησο και ο Κιουταχής πολιορκούσε το Μεσολόγγι. Η στρατηγική ιδιοφυΐα του Γέρου του Μωριά έπρεπε να τεθεί και πάλι στη διάθεση της Επανάστασης.

wibiya widget