Showing posts with label Βιβλίο. Show all posts
Showing posts with label Βιβλίο. Show all posts

Friday, April 13, 2018

O Ολάντ για Τσίπρα στο νέο του βιβλίο: «Ευφυής και ευχάριστος» αλλά..

Ολάντ σε Τσίπρα: «Κέρδισες, αλλά η Ελλάδα έχασε»


Το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ τέθηκε εξαρχής με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, σύμφωνα με τον τέως πρόεδρο της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ. Στο νέο του βιβλίο, «Τα διδάγματα της εξουσίας», ο κ. Ολάντ αναφέρει ότι με την ανάληψη της εξουσίας από τον Αλέξη Τσίπρα, «αρκετές χώρες ζητούσαν» την αποχώρηση της Ελλάδας, «ολοένα και λιγότερο χαμηλόφωνα».
«Δεν μπορoύσα να υιοθετήσω ένα τέτοιο σενάριο», γράφει ο κ. Ολάντ, καθώς θα οδηγούσε στον αποκλεισμό μιας χώρας που είχε εισέλθει στην ευρωπαϊκή κοινότητα «με πρωτοβουλία της Γαλλίας», θα αποτελούσε «εγκατάλειψη ενός λαού του οποίου το μόνο έγκλημα ήταν η διαφωνία με την πλειοψηφία των “28”» και θα «τιμωρούσε έναν ηγέτη που δεν είχε πει ακόμα τίποτα σχετικά με τις προθέσεις του». Επεισε λοιπόν την Αγκελα Μέρκελ, όπως αναφέρει, «να του δώσει μία ευκαιρία και να τον κρίνει από τις πράξεις του».
«Ευφυής και ευχάριστος»
Οι πρώτες εντυπώσεις του κ. Ολάντ, όταν έγινε ο πρώτος ηγέτης της Ε.Ε. που υποδέχθηκε τον κ. Τσίπρα στις 4.2.2015, ήταν θετικές. Τον χαρακτηρίζει «ευχάριστο», «ευφυή» και πολιτικά έμπειρο, αν και κάνει συγκαταβατικές αναφορές στην απειρία του στο ευρωπαϊκό στερέωμα και στα αγγλικά του. Πάνω από όλα, παρά τον «ευνοϊκό άνεμο της Ελληνικής Δημοκρατίας», ο κ. Τσίπρας «αντιλαμβάνεται ότι η θύελλα που ξεσήκωσε κινδυνεύει να τον αναποδογυρίσει». Ο Γάλλος πρόεδρος τον συμβουλεύει να μη ζητήσει άμεσα μορατόριουμ στην εξυπηρέτηση του χρέους και να αναζητήσει συμμάχους στα πρόσωπα των Ζ.-Κ. Γιούνκερ και Μ. Ντράγκι. Τον ενημερώνει επίσης για τη δοκιμασία στην οποία θα τον υποβάλει η κ. Μέρκελ ώστε να βεβαιωθεί για την «καλή του πίστη». Ο κ. Τσίπρας, γράφει, τον διαβεβαιώνει «με σθένος» ότι θέλει να διατηρήσει την Ελλάδα στην Ευρωζώνη, «υπό την προϋπόθεση» ότι θα δεχθούν οι πιστωτές να υπάρξει ελάφρυνση του χρέους.
Η καγκελάριος, συνεχίζει ο κ. Ολάντ, όντως υποβάλλει τον Ελληνα πρωθυπουργό σε ένα «εντατικό παιδαγωγικό πρόγραμμα», υποδεικνύοντάς του όλες τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα στο πλαίσιο του δεύτερου μνημονίου. Ο χρόνος περνάει, με τον Γ. Βαρουφάκη στο Eurogroup να «εκνευρίζει» τους ομολόγους του, «κάνοντάς τους μαθήματα» – κάτι που «γίνεται δεκτό με άσχημο τρόπο» από τον εκπρόσωπο μιας χώρας «που δεν μπορεί να πληρώσει τις οφειλές της». Ο κ. Τσίπρας δείχνει «καλή θέληση», αλλά περιμένει μια «σημαντική χειρονομία». Η κ. Μέρκελ «επιδεικνύει καλοπροαίρετη υπομονή».
Για τη συνάντηση των τριών στις 25 Ιουνίου, ο κ. Ολάντ καταγράφει την κατανόησή του για τη δύσκολη θέση του Ελληνα πρωθυπουργού απέναντι στους βουλευτές του και τονίζει την απόσταση που είχε καλύψει από τις αρχικές του θέσεις. Ωστόσο, όπως αφηγείται, ο κ. Τσίπρας δέχεται πιέσεις για περισσότερες υποχωρήσεις –στη φορολογία και τη δημόσια διοίκηση από τον Γάλλο πρόεδρο, στις συντάξεις και τις ιδιωτικοποιήσεις από την καγκελάριο– ώστε να υπάρξει συμφωνία.
Υστατη προσπάθεια
Αντ’ αυτού, το επόμενο βράδυ ο κ. Τσίπρας καλεί τους δύο ηγέτες και τους ανακοινώνει την πρόθεσή του να προκηρύξει δημοψήφισμα για τις προτάσεις των πιστωτών και να στηρίξει το «Οχι». Ο τέως πρόεδρος της Γαλλίας αναφέρει ότι ο Ελληνας ηγέτης εμφανίζεται οργισμένος και ότι η κ. Μέρκελ δείχνει να χάνει την εμπιστοσύνη της προς αυτόν. Ο κ. Ολάντ σημειώνει ότι ο κ. Τσίπρας ήθελε με το δημοψήφισμα να «ανακτήσει την υποστήριξη του λαού του, χωρίς να γνωρίζει ακόμα τι θα κάνει με αυτήν». Οπως αποκαλύπτει, έκανε μια ύστατη προσπάθεια να πείσει τον κ. Τσίπρα να αναστείλει το δημοψήφισμα και να συνεχιστούν οι διαπραγματεύσεις.
Την επομένη του δημοψηφίσματος, ο κ. Ολάντ καλεί τον κ. Τσίπρα, που «δεν ακουγόταν να θριαμβολογεί καθόλου». «Του είπα το εξής απλό: Κέρδισες, αλλά η Ελλάδα έχασε. Εδωσες, με την ίδια την έκταση της ψήφου, τα τελευταία επιχειρήματα που έλειπαν από τους αντιπάλους της χώρας σου για να τη διώξουν από την Ευρωζώνη».
Ο συνομιλητής του δηλώνει έτοιμος να εισέλθει εκ νέου σε διαπραγματεύσεις, «όποιο κι αν είναι το τίμημα». Το ίδιο βράδυ, ωστόσο, όπως είχε αποκαλύψει η «Κ», σε επίσκεψή της στο Παρίσι, η κ. Μέρκελ θέτει στον Γάλλο πρόεδρο για πρώτη φορά θέμα σχεδίου Β – προετοιμασίας για αποχώρηση της Ελλάδας από το ευρώ. Ωστόσο, «παρά τις προειδοποιήσεις της», τη θεωρεί «κατά βάση σύμμαχο» στη μάχη των επόμενων ημερών για την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ.
Το βράδυ της 12ης προς τη 13η Ιουλίου, όπως γράφει ο κ. Ολάντ, οι ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ελλάδας, παρόντων των προέδρων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διαπραγματεύονται τους όρους του νέου ελληνικού προγράμματος. Ο κ. Τσίπρας «δέχεται αυτά που προ ημερών είχε απορρίψει. Αναλαμβάνει θαρραλέα τις ευθύνες του». Σε ένα διάλειμμα, «μου εκμυστηρεύεται την πικρία του» και «τον βλέπω έτοιμο να αποκηρύξει την προσπάθεια, αλλά τον παροτρύνω να συνεχίσει τη συζήτηση έως το τέλος».
Η Γαλλία πέτυχε να επικρατήσει το «γενικό συμφέρον της Ευρώπης» με την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ, καταλήγει στο συγκεκριμένο κεφάλαιο ο κ. Ολάντ. Επαινεί τον κ. Τσίπρα λέγοντας ότι έδρασε «ως Ευρωπαίος και ως αριστερός». Αλλά προσθέτει ότι δεν ξέρει «αν θα ανταμειφθεί για τις γενναίες του επιλογές».
Έντυπη

Thursday, January 4, 2018

Θωμάς Ψύρρας: συνέντευξη στη Χαριτίνη Μαλισσόβα


Ο Θωμάς Ψύρρας γεννήθηκε το 1954 στον Τύρναβο της Θεσσαλίας, όπου και έζησε τα παιδικά του χρόνια. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Υπήρξε εκδότης του εκπαιδευτικού περιοδικού Σημείο, μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Αυτόκαι μέλος της συντακτικής επιτροπής του λογοτεχνικού περιοδικού Γραφή της Λάρισας. Διδάσκει νεοελληνική λογοτεχνία στην επιμόρφωση των καθηγητών της Μέσης Εκπαίδευσης. Μελέτες και άρθρα του δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά Γραφή, Σημείο, Διάλογος, Αντί και στις εφημερίδες ΕλευθερίαΑυγήΕλευθεροτυπία και Καθημερινή. Η συνομιλία μας έγινε με αφορμή την κυκλοφορία της συλλογής διηγημάτων με τίτλο Θα βοσκήσω το μαύρο, εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η Χαριτίνη Μαλισσόβα είναι εκπαιδευτικός και αρθρογράφος λογοτεχνίας στην εφημερίδα Θεσσαλία.
-------------------------------------
Η συλλογή διηγημάτων σας με τίτλο Θα βοσκήσω το μαύρο, με ιστορίες ανθρώπων κάθε ηλικίας σε διάφορες προσωπικές αλλά και στιγμές της ιστορίας του τόπου μας, κυκλοφόρησε πρόσφατα. Πείτε μας λίγα λόγια.
Πρόκειται για διηγήματα στα οποία σημερινοί, σύγχρονοί μας, αφηγητές αναλαμβάνουν να ιστορήσουν κομμάτια της δικής τους ζωής ή τμήματα από ζωές άλλων που αφορούν δεκατρείς «μαύρες» περιόδους της νεοελληνικής ιστορίας: μεσοπόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, δικτατορία, μεταπολίτευση, καταναλωτισμός, μετανάστευση εσωτερική κι εξωτερική, τρομοκρατία, κρίση... 
Οι απλοί άνθρωποι βιώνουν την Ιστορία ως μια μορφή της δικής τους «μοίρας», καθώς αντιλαμβάνονται εκ των υστέρων ότι η Ιστορία θάβει χωρίς να λύνει τα προβλήματα που εγείρει. Συνεπώς, ο αναστοχασμός για όσα συνέβησαν είναι η βάση από την οποία εκκινούν οι αφηγητές μου.
Στα διηγήματά σας είναι ευδιάκριτο ότι και ο πιο απλός άνθρωπος μπορεί να κρύβει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία. Θέλετε να σχολιάσετε;
Όντως οι ήρωες των διηγημάτων είναι απλοί άνθρωποι. Αυτό δεν σημαίνει ότι αφηγούνται μια απλοϊκή ιστορία. Κάθε άλλο... Οι αφηγητές των διηγημάτων χρησιμοποιούν το παρελθόν. Άλλωστε, ας μην το ξεχνάμε: το παρελθόν είναι η πηγή της Τέχνης (το μέλλον είναι το οπλοστάσιο της ρητορικής). Δίχως διάθεση νοσταλγίας ή εξωραϊσμού (πράγμα που συμβαίνει συχνά στις ηθογραφήσεις) αναστοχάζονται και συνδέουν την τωρινή τους κατάσταση με το παρελθόν και κυρίως με τα μεγάλα γυρίσματα της Ιστορίας. Οι απλοί άνθρωποι βιώνουν την Ιστορία ως μια μορφή της δικής τους «μοίρας», καθώς αντιλαμβάνονται εκ των υστέρων ότι η Ιστορία θάβει χωρίς να λύνει τα προβλήματα που εγείρει. Συνεπώς, ο αναστοχασμός για όσα συνέβησαν είναι η βάση από την οποία εκκινούν οι αφηγητές μου.

Παλαιότερα βλέπαμε να αντιμετωπίζεται σχεδόν χλευαστικά η χρήση της ντοπιολαλιάς – τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο. Στα βιβλία σας την υπερασπίζεστε.
Η κάθε διαδικασία μυθοποίησης συνδέεται αναπόφευκτα με συγκεκριμένο τόπο, συγκεκριμένο χώρο και συγκεκριμένους αφηγητές. Ο συγγραφέας οφείλει να σεβαστεί τα όρια που τίθενται από αυτές τις πρωταρχικές επιλογές του, οι οποίες είναι, ευτυχώς, δεσμευτικές. Λειτουργούν ως «προσωπικοί κανόνες» και τον βοηθούν να περιμαζέψει το χάος των αφηγηματικών ψηφίδων που γυρνούν στο μυαλό του, τον βοηθούν να βάλει τάξη στα επεισόδια, τον τρόπο της οργάνωσης, τη λεκτική εκφορά... Αυτό το δοκίμασα στα μυθιστορήματα Πυκνός καιρός και περισσότερο στο Μαράν Αθά. Στα τωρινά διηγήματά μου επέλεξα οι αφηγητές να κινούνται ή να εκκινούν από τη Λάρισα, τον Τύρναβο, τον κάμπο. Κατά συνέπεια ο λόγος τους –και για λόγους αληθοφάνειας και πειστικότητας– δεν μπορούσε παρά να διανθίζεται από γλωσσικά στοιχεία της περιοχής. Πάντως δεν πρόκειται ακριβώς για μεταφορά (φωνητικά τουλάχιστον) της θεσσαλικής ντοπιολαλιάς. Απλώς στον λόγο των ντόπιων αφηγητών παρεισφρέουν κάποια χαρακτηριστικά τοπικά ιδιόλεκτα. Το διαρκές ζητούμενο, ενώ εστιάζεις στο τοπικό, είναι το πανανθρώπινο και το παγκόσμιο.
Οι αναγνώστες σας, ενώ αγαπούν στο σύνολο το βιβλίο, καθένας έχει και διαφορετική αγαπημένη ιστορία του. Τι σημαίνει αυτό για εσάς;
Αυτό κι αν είναι!.. Όντως, σε όσους διάβασαν όλα τα διηγήματα του βιβλίου, ρωτώ: «Ποιο σ’ άρεσε περισσότερο;». Ο καθένας επιλέγει διαφορετικό διήγημα (και μάλιστα αυτό συμβαίνει με ανθρώπους του σιναφιού). Αυτό σημαίνει, μάλλον, ότι έγραψα ένα καλό βιβλίο!...

Αγαπάτε περισσότερο τη μικρή φόρμα;
Δεν έχω ιδιαίτερη προτίμηση. Δηλαδή δεν πιέζομαι να γράψω σε μικρή ή σε μεγάλη. Αν και έχω την εντύπωση πως μάλλον με βολεύει η μεγάλη φόρμα. Άλλωστε και τα δεκατρία διηγήματα δεν ανήκουν σ’ αυτό που κάποιος θα έλεγε short story. Το αντίθετο μάλλον. Κάποια, για τα σημερινά δεδομένα του διηγήματος, είναι ιδιαίτερα εκτεταμένα. Θέλω άπλα γιατί μάλλον μπορώ να στρίβω καλύτερα!... Α, και κάτι άλλο: η άπλα με βοηθάει να δουλεύω τον λόγο, γιατί θεωρώ ότι καλός πεζός λόγος είναι εκείνος που, όταν τον διαβάζει ο προικισμένος αναγνώστης, να μην παρατηρεί ότι είναι καλογραμμένος.

Ποιοι είναι οι συγγραφείς που σας κινητοποίησαν να ασχοληθείτε με τη συγγραφή;
Αν σας πω ότι δεν μπορώ να απαντήσω... θα φανεί γελοίο; Αλλά έτσι είναι. Σε έναν μεγάλο βαθμό. είμαστε τα διαβάσματά μας. Κι επειδή είμαι παμφάγος ως αναγνώστης και ως ακροατής, θα μπορούσα να σας αραδιάσω τα πλέον αντιφατικά: από τα λαϊκά παραμύθια, τα φωτορομάντσα των λαϊκών περιοδικών, από τις αφηγήσεις στα καφενεία, έως τον Σολωμό, τον Βιζυηνό και τον Παπαδιαμάντη, τον Δημοσθένη Βουτυρά, τον Τσιφόρο, τον Άρη Αλεξάνδρου, τον Βαλτινό, τον Νόλλα, τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Μπαλζάκ, τον Τσέχοφ, τον Κορτάσαρ, τον Μαρκές, τον Σάλιντζερ, το Μπόρχες, τον Τόμας Πύντσον, τον Μίλαν Κούντερα... Μάλλον δεν θα βγάλετε άκρη! 
Το διαρκές ζητούμενο, ενώ εστιάζεις στο τοπικό, είναι το πανανθρώπινο και το παγκόσμιο.
Υπάρχουν νέοι Έλληνες συγγραφείς που θεωρείτε ότι συνεχίζουν άξια την πορεία των παλαιότερων λογοτεχνών;
Ευτυχώς υπάρχουν και είναι αρκετοί. Υπάρχει μια νέα φουρνιά, σαραντάρηδες και κάτω, που είναι ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτη, αφηγηματικά προκλητική και ιδίως πολυφωνική: για παράδειγμα η Λένα Κιτσοπούλου, η Κάλλια Παπαδάκη, η Μαρία Κουγιουμτζή, ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης, η Βάσια Τζανακάρη, η Μαρία Τσολακούδη, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, ο Μάκης Τσίτας, ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, ο Στάθης Ιντζές, ο Θάνος Γώγος... Το ζητούμενο απ’ αυτούς είναι να ανανεώσουν τη θεματογραφία και να ανοίξουν τη νεοελληνική πεζογραφία σε διεθνείς δρόμους... (συγγνώμη απ’ όσους ξεχνώ).

Έχετε υπηρετήσει στη δημόσια εκπαίδευση ως φιλόλογος· κείμενά σας έχουν ανθολογηθεί σε βιβλία των νέων ελληνικών. Τι πιστεύετε ότι γίνεται λάθος στο σχολείο και τα παιδιά δεν αγαπούν τη λογοτεχνία;
Θα μπορούσα να σας μιλώ για ώρες. Απλώς επισημαίνω: α) για να διδάξει ο δάσκαλος λογοτεχνία πρέπει να διαβάζει λογοτεχνία (πόσοι διαβάζουν;) β) για να υπάρχει μαθητικό κοινό με ενδιαφέρον στη λογοτεχνία πρέπει να υπάρχει μαμά και μπαμπάς που να διαβάζουν λογοτεχνία (πόσοι γονείς διαβάζουν;) γ) για να χαίρεται ο μαθητής τη λογοτεχνία δεν πρέπει να του σερβίρεται ως «γνωστικό αντικείμενο» δ) για να απολαμβάνει ο μαθητής τη λογοτεχνία πρέπει να υπάρχει σχολείο που να λειτουργεί ως «σχολείο» που να διευκολύνει την ανάγνωση και την προσωπική ανακάλυψη. Και το πιο σημαντικό: το ρήμα «διαβάζω» δεν πρέπει να έχει προστακτική. Κανείς δεν αγάπησε τη λογοτεχνία επειδή του την επέβαλε κάποιος.

Ποια είναι κατά την άποψή σας τα χαρακτηριστικά του καλού (επαρκούς) αναγνώστη;
Θα αριθμήσω τρία χαρακτηριστικά αναγνωστικής προδιάθεσης:
α) Η ανοιχτότητα στα αναγνώσματα: για να εκτιμήσεις ένα αριστούργημα πρέπει να έχεις διαβάσει πρωτύτερα αρκετά σκύβαλα ώστε να έχεις μέτρο σύγκρισης.
β) Η διάθεση ανακάλυψης: να ψάχνεις τα ράφια για να βρεις και να χαρείς αυτό που βρήκες.
γ) Η βεβαιότητα ότι η λογοτεχνία «μορφώνει», δηλαδή ότι μορφοποιεί το εσωτερικό σου άγαλμα και μπορεί να σου αλλάξει τον τρόπο που αντιμετωπίζεις τη ζωή. 
Το ρήμα «διαβάζω» δεν πρέπει να έχει προστακτική. Κανείς δεν αγάπησε τη λογοτεχνία επειδή του την επέβαλε κάποιος.
Γιατί τα καλά βιβλία δεν είναι συνήθως ευπώλητα;
Δεν ισχύει αυτό με τρόπο απόλυτο. Υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία που ευθύς εξαρχής έγιναν ευπώλητα. Υπάρχουν κι άλλα, που έπρεπε να περιμένουν τον χρόνο τους. Το καλό δεν χάνεται. Αργά ή γρήγορα θα ’ρθει στην επιφάνεια και θα τραβήξει το ενδιαφέρον. Βέβαια οι μηχανισμοί της λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα είναι υποτυπώδεις, ευκαιριακοί και αθηνοκεντρικοί. Αλλά αυτό δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Έτσι πορευτήκαμε κι ως φαίνεται έτσι θα πάμε για καιρό ακόμα...

Η γενιά που πήγαμε στο σχολείο μετά το ’80 ζήσαμε τον «δικομματισμό» και ως αναγνώστες: οι μεν μιλούσαν για την ξύλινη γλώσσα των αριστερών, οι δε υπαινίσσονταν ότι μόνο οι αριστεροί είναι καλοί συγγραφείς – κάτι που βλέπουμε να συμβαίνει και στον κινηματογράφο. Πώς σχολιάζετε;
Είμαστε ευτυχώς αρκετά μακριά και από την εποχή του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που επέβαλλε συγκεκριμένη νόρμα συγγραφής, ή την εποχή που η λογοτεχνία κρινόταν αποκλειστικά με κριτήρια ιδεολογικοπολιτικά ή την εποχή που επικέντρωνε μόνο στο «αισθητικό». Οι περιπέτειες του 20ού αιώνα πρέπει να μας κάνουν λίγο πιο σοφούς. Όποιος εξετάζει το καλλιτέχνημα μόνον ως αισθητικό αντικείμενο το κολοβώνει. Όποιος εξετάζει ένα έργο τέχνης μόνο με βάση την «πολιτική» του θέση το στραγγαλίζει. Το σημερινό ζητούμενο είναι η δραστικότητα του έργου. Και όσο πιο δραστικά επιχειρείται η μεταφορά ενός μύθου σε ιδέες (για να μιλήσω για την πεζογραφία), τόσο μεγαλύτερη είναι η απομάκρυνση από λογής «αλήθειες». Άλλωστε για σημαντικά πράγματα δεν μπορείς να αποδεικνύεις, αλλά μόνο να δείχνεις.

Εσείς έχετε λίγο περισσότερη αδυναμία σε κάποιο από τα διηγήματα του βιβλίου;
Όχι. Αν είχα τέτοιες αδυναμίες θα έπρεπε να βγάλω μια συλλογή μόνο με ένα διήγημα!

Χαριτίνη Μαλισσόβα
Δημοσιεύτηκε 20 Δεκεμβρίου 2017
/diastixo.gr/
Θα βοσκήσω το μαύρο
Θωμάς Ψύρρας
Μεταίχμιο
280 σελ.
ISBN 978-618-03-1194-5
Τιμή: €15,50

Wednesday, January 25, 2017

Παρουσίαση του βιβλίου του Χρήστου Σαρτζετάκη "Επιτελών το καθήκον μου".



Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην παρουσίαση του δίτομου έργου «Επιτελών το καθήκον μου» του τέως Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας, Χρήστου Α. Σαρτζετάκη*
Η διασταύρωση ενός ανθρώπου με την Ιστορία, προϋποθέτει τύχη, γιατί δεν είναι ούτε εύκολο ούτε συχνό να διασταυρωθεί κανείς με την Ιστορία και να ενσωματωθεί σε αυτήν, αλλά συνιστά ταυτοχρόνως και μια πολύ μεγάλη δοκιμασία. Γιατί όταν διασταυρώνεσαι με την Ιστορία πρέπει να μπορείς να αντέξεις σε αυτή την ευκαιρία, η οποία μπορεί να είναι μοναδική στη ζωή σου.
Ο πρώην Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ο κ. Χρήστος Σαρτζετάκης, σε πολύ νεαρή ηλικία ως πρωτοδίκης, ανακριτής του Γ’ ανακριτικού τμήματος του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, διασταυρώθηκε με την Ιστορία στις 22 Μαΐου 1963, τη μέρα της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Όταν η Ιστορία απορρόφησε τον Γρηγόρη Λαμπράκη, αλλά ταυτοχρόνως με ένα πολύ ενδιαφέροντα τρόπο ανέδειξε τη φυσιογνωμία του Χρήστου Σαρτζετάκη, ο οποίος μας τιμά σήμερα και με την έκδοση του βιβλίου που μας παραδίδει και με την παρουσία του εδώ στην παλαιά αίθουσα τελετών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που είναι η alma mater όλων μας, και η δική του γιατί είναι απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η διασταύρωση με την Ιστορία είναι σαν την κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Όταν ανακινείται η κολυμβήθρα της Ιστορίας πρέπει να μπορείς να βουτήξεις προκειμένου να ενσωματωθείς σε αυτή. Και αυτό το έκανε ο νεαρός τότε ανακριτής. Όλοι, νομίζω, έχουν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα που ο Κώστας Γαβράς βασισμένος στο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού παρουσίασε: την εικόνα του ανακριτή ως ιδεότυπου ενός ευσυνείδητου και θαρραλέου δικαστή. Αυτό ως δοκιμασία διήρκησε στην πραγματικότητα  ενάμιση χρόνο, 19 μήνες. Έως την έκδοση του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης στις 21.12.1964.
Και αυτό χρόνια αργότερα, τώρα, με το βιβλίο, μας παρουσιάζεται με ένας εξαιρετικά συστηματικό τρόπο που δείχνει ότι ο Χρήστος Σαρτζετάκης έχει πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι εκείνη η στιγμή και εκείνη η περίοδος ήταν που έκρινε πάρα πολλά πράγματα, γιατί η διασταύρωση με την Ιστορία είναι και μια εντυπωσιακή συμπύκνωση του χρόνου. Και του ιστορικού χρόνου αλλά και του προσωπικού χρόνου των πρωταγωνιστών της ιστορίας. 
Γιαυτό και το βιβλίο, πολυσέλιδο, εντυπωσιακό, κινείται σε δύο επίπεδα τα οποία είναι απολύτως συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το πρώτο επίπεδο είναι η πλήρης, η ακριβής, η δικανική περιγραφή της υπόθεσης Λαμπράκη. Είναι το συγκλονιστικό πρακτικό μειοψηφίας του ανακριτή που μετείχε ως πλημμελειοδίκης στη σύνθεση του τριμελούς Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, διαφωνώντας με τους δύο συναδέλφους του που συγκρότησαν την πλειοψηφία, παρουσιάζοντας με τον δικό του ακέραιο και πλήρη τρόπο, τι ακριβώς συνέβη και πώς αυτό έπρεπε να χαρακτηριστεί ποινικά και να οδηγήσει στο ακροατήριο τους κατηγορουμένους.
Το δεύτερο επίπεδο, εξίσου συγκλονιστικό κατά τη γνώμη μου, βασίζεται στα ίδια ιστορικά συμφραζόμενα, στο μετεμφυλιακό κράτος, στο ψυχροπολεμικό κλίμα, στο παρασύνταγμα που ίσχυε ακόμη την περίοδο εκείνη παράλληλα με το Σύνταγμα του 1952. Στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί με τις εκλογές του 1958 και την ανάδειξη της ΕΔΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση, με τη συγκρότηση της Ένωσης Κέντρου, με τις εκλογές του 1961 που κατεγράφησαν στην κοινή συνείδηση ως εκλογές «βίας και νοθείας», με τον ανένδοτο. Πλησιάζαμε στην πρώτη αποχώρηση Καραμανλή στην κυβέρνηση Πιπινέλη, στην πρώτη εκλογική νίκη της Ενώσεως Κέντρου, στον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου. Όλα αυτά συνιστούν το κλίμα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της αφήγησης αυτής που αφορά τα μετά την υπόθεση Λαμπράκη, το δεύτερο επίπεδο, που είναι μία μάχη σώμα με σώμα για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και πιο συγκεκριμένα για την εσωτερική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Για την ανεξαρτησία του δικαστή, και στην προκειμένη περίπτωση για την ανεξαρτησία του ανακριτή, όχι έναντι των παρεμβάσεων της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά έναντι των παρεμβάσεων των ιεραρχικώς υψηλοτέρων κλιμακίων της δικαστικής εξουσίας που βεβαίως ήταν σε επαφή, σε συνάφεια και σε συνέργεια με κύκλους της πολιτικής εξουσίας. Αλλά εν τέλει το πρόβλημα ήταν ενδοδικαστικό, ήταν πρόβλημα εσωτερικής ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης.
Και είναι  πραγματικά ανατριχιαστικές οι ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στα όσα συνέβαιναν τότε και στα όσα συμβαίνουν τώρα στη Δικαιοσύνη. Ισταμένης και καθημένης. Ιδίως της ισταμένης, παρότι βέβαια προ πολλού οι εισαγγελικοί λειτουργοί είναι και αυτοί ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί με πλήρεις συνταγματικές εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας.
Η σύγκρουση μεταξύ «καλών και κακών» που έχει αποτυπωθεί και λογοτεχνικά και κινηματογραφικά σε αυτές τις δύο υψηλού επιπέδου αφηγήσεις του Βασίλη Βασιλικού και του Κώστα Γαβρά. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται, το γεγονός ότι ο ανακριτής είναι αναγκασμένος να αμύνεται διαρκώς, ότι πρέπει να απαντά σε αναφορές, ότι πρέπει να απαντά σε αιτήσεις εξαιρέσεως, ότι πρέπει να μετέχει ως μάρτυρας σε πειθαρχικές διώξεις. Το γεγονός ότι φτάσαμε, με αφορμή την αντίσταση του ανακριτή, να κινηθεί πειθαρχική δίωξη κατά του εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, του μετέπειτα πρωθυπουργού της χούντας, ενός εισαγγελέα του Αρείου Πάγου που μετασχηματίζεται, μετεξελίσσεται από θαυμαστής και μέντορας του νεαρού δικαστή, τον οποίο είχε συναντήσει στις εξετάσεις τις εισαγωγικές και στον διαγωνισμό των ειρηνοδικών και στο διαγωνισμό των παρέδρων πρωτοδικών,  σε αγωγό άσκησης πιέσεων, και τελικά σε αντίπαλο της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου γιατί είναι αυτός που εκφράζει τη δικαστική συνεργασία με τη χούντα, ο Κωνσταντίνος Κόλλιας. Ο πρώτος «πρωθυπουργός» του δικτατορικού καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967.
Είναι, κατά τη γνώμη μου, το πιο διδακτικό μέρος του βιβλίου αυτού, γιατί δείχνει πόσο εύθραυστες είναι οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου, πόσο πιεστική και επείγουσα είναι η ανάγκη  να προστατεύουμε τη δημοκρατία, πόσο σημαντικό είναι να μην κάμπτεται το φρόνημά μας, αλλά και η επαγρύπνηση μας  για  τα θέματα αυτά.
Ο πρώτος τόμος του βιβλίου αποτυπώνει τη συνάφεια κύκλων της Δικαιοσύνης, του διπλανού γραφείου, της διπλανής πόρτας, της ίδιας σύνθεσης με το βαθύ κράτος. Η σχέση του βαθέως κράτους με το παρακράτος στη Θεσσαλονίκη, την πόλη των φαντασμάτων, την πόλη στην οποία έγιναν οι  δολοφονίες του Ζέβγου, του Πόλκ, του Λαμπράκη, του Τσαρουχά, του Χαλκίδη, διαμορφώνει ένα τοπίο, ένα περιβάλλον το οποίο είναι καφκικό. Γιατί μέσα σε αυτό υπάρχει μια μοναχική φιγούρα. Δεν υπάρχει ένας μηχανισμός. Υπάρχει ένας ανακριτής. Υπάρχει και ένας εισαγγελέας πλημμελειοδικών. Υπάρχει και ένας δεύτερος. Υπάρχουν ονόματα που είναι σημαντικά στην ιστορία αυτή και πρέπει να τιμηθούν. Το όνομα του Στυλιανού Μπούτη, του Δημητρίου Παπαντωνίου, του Παύλου Δελαπόρτα. Υπάρχουν οι δικαστές που μετείχαν στη σύνθεση του κακουργοδικείου και τίμησαν το έργο τους και το καθήκον τους.
Η υπόθεση Λαμπράκη συνεχίστηκε ως θεσμική και προσωπική περιπέτεια για τον Χρήστο Σαρτζετάκη με την επιβολή της δικτατορίας που λειτούργησε αμέσως ως μηχανισμός δίωξης και καταδίωξης: ανάκληση της εκπαιδευτικής άδειας, επιστροφή από τη Γαλλία, μετάθεση στο Βόλο, απόλυση με την ΚΔ´ Συντακτική Πράξη μαζί με άλλους δικαστικούς λειτουργούς, όλους τους αντισταθέντες στην υπόθεση Λαμπράκη. Ο Στυλιανός Μπούτης είχε πεθάνει πριν. Όλους τους άλλους. Και στη συνέχεια, απαγόρευση άσκησης δικηγορίας, εγκλεισμός, βασανιστήρια. Το σώμα του Ανακριτή γίνεται το σώμα της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου, καθώς γίνεται αντικείμενο βασανισμού και τιμωρίας, γιατί η μάχη ήταν από την αρχή μάχη σώμα με σώμα.
Όλα αυτά δεν πρέπει να τα δούμε εξωραϊσμένα μέσα από την ποιότητα της τέχνης που τα μετέδωσε και τα εγκαθίδρυσε στη συλλογική μνήμη. Πρέπει να τα δούμε ως γεγονότα που τα βίωσαν άνθρωποι συγκεκριμένοι. Στο πετσί τους. Πληρώνοντας κόστος τεράστιο. Προσωπικό, οικογενειακό. Γιατί όταν διασταυρώνεσαι με την Ιστορία, το κόστος που πληρώνεις είναι προσωπικό. Μπορεί το κεκτημένο να είναι συλλογικό, αλλά κάποιοι έχουν μετάσχει δυσανάλογα στη διαμόρφωση του κεκτημένου αυτού. Κι αυτό το ξέρουν εκείνοι και οι πολύ δικοί τους άνθρωποι.
Όλα αυτά νομίζω ότι ολοκληρώνονται με το βαθύτερο μήνυμα του βιβλίου. Το βιβλίο αυτό συνιστά μια κατίσχυση του δεδικασμένου της Ιστορίας έναντι του δικονομικού δεδικασμένου το οποίο δήθεν ισχύει αντί αληθείας. Γιατί ούτε το κατά πλειοψηφία βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, που επικύρωσε και κατέστησε τελεσίδικο το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, ούτε η απόφαση του κακουργιοδικείου συνιστά το πραγματικό δεδικασμένο της υπόθεσης Λαμπράκη. Η μειοψηφία του Ανακριτή και το τωρινό βιβλίο του αποτυπώνουν αυτό που ισχύει ως αλήθεια στη συλλογική συνείδηση.
Η υπόθεση Λαμπράκη που μετατρέπεται σε υπόθεση Σαρτζετάκη, που μετατρέπεται σε υπόθεση δημοκρατίας και κράτους δικαίου, έχει δημιουργήσει πράγματι ένα δεδικασμένο. Ένα ιστορικό δεδικασμένο. Έχει καταγραφεί ιστορικά, αμετάκλητα, πανηγυρικά, με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο που συνιστά την εθνική πρόσληψη για την υπόθεση αυτή. Αυτό το δεδικασμένο είναι διαφορετικό από το δικανικό. Και αυτό αποτελεί μια πάρα πολύ αυστηρή αναδρομική κριτική στην δικαιοσύνη. Και μια πάρα πολύ ισχυρή υπόμνηση ότι, εν τέλει,  πάνω από την συγκεκριμένη κάθε φορά άσκηση της δικαστικής εξουσίας, πάνω από την συγκεκριμένη κάθε φορά άσκηση της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, αλλά και πάνω από τη συγκεκριμένη κάθε φορά δημοκρατική εκφορά της βούλησης του ελληνικού λαού που εκφράζεται εκλογικά ή δημοψηφισματικά, υπάρχει η Ιστορία που μας κρίνει όλους. Και έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία η τελική λέξη της Ιστορίας. Αυτό γίνεται τώρα με το βιβλίο αυτό.
Ο Χρήστος Σαρτζετάκης καταγράφει την τελική λέξη της Ιστορίας. Και αυτό συνιστά την πραγματική ηθική, θεσμική και ιστορική του νίκη.


Στην παρουσίαση συμμετείχαν επίσης οι: Κωνσταντίνος Γκιουλέκας, Κωνσταντίνος Χρυσόγονος, Ιωάννης Κουκιάδης, Κώστας Γαβράς, Βασίλης Βασιλικός. Συντόνιζε  ο Αντώνης Δ. Παπαγιαννίδης. Το βιβλίο έχει εκδοθεί από τις εκδόσεις Κέρκυρα.

Θεσσαλονίκη, 20 Ιανουαρίου 2017

Tuesday, April 26, 2016

«Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση», η άλλη μισή τι είναι; Της Μαίρης Γκαζιάνη

Mairi Gaziani febr 2016
Από τη 
Μαίρη Γκαζιάνη

«21 Απριλίου 2013 
Η φρικτή δολοφονία δύο απεσταλμένων της τρόικας σε κεντρικό ξενοδοχείο των Αθηνών θα στρέψουν και πάλι την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη κατά της χώρας. Εν μέσω μιας πολύπλευρης κρίσης, η Ελλάδα θα καταστεί ξανά το μαύρο πρόβατο. Το σημείωμα που θα αφήσει ο δολοφόνος στη σκηνή του εγκλήματος θα συνδέσει το γεγονός με τη Σφαγή στο Δήλεσι. Η συμμορία των Αρβανιτάκηδων θα ξαναζωντανέψει 143 χρόνια μετά». (από το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση»)

 
ΕΡ. Κύριε Σολωμού το τελευταίο σας βιβλίο τιτλοφορείται «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση», η άλλη μισή τι είναι;
ΑΠ. Το μίσος είναι ένα συναίσθημα νοσηρό που διαβρώνει, δηλητηριάζει την ψυχή. Αυτό έχει αντίκτυπο και μια αρνητική ενέργεια όχι μόνο σε όποιον είναι εγκλωβισμένος σ’ αυτή την αρρωστημένη κατάσταση, αλλά ταυτόχρονα και στους γύρω του και στον αποδέκτη του μίσους. Αυτός που αισθάνεται μίσος έχει, κατά κάποιο τρόπο, μέσα στη νοσηρότητά του, διανύσει τη μισή απόσταση προς την εκδίκηση. Το μίσος είναι ένα τυφλό συναίσθημα, ένα ακραίο πάθος που δε συμβαδίζει με τη λογική. Το επόμενο βήμα είναι η ίδια η πράξη της εκδίκησης. Αυτό είναι το άλλο μισό.

ΕΡ. Πως εμπνευστήκατε το θέμα του βιβλίου σας;
ΑΠ. Νομίζω είναι χρήσιμο να συνδέει κανείς την επικαιρότητα με τα ιστορικά γεγονότα. Να επιδιώκει, δηλαδή, να εντοπίζει τα αόρατα νήματα, τις σχέσεις και τις αντιστοιχίες Έτσι είναι δυνατόν να κατανοεί καλύτερα ό, τι συμβαίνει γύρω του. Όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση στην Ελλάδα, ήμουν έντονα και αρνητικά συναισθηματικά φορτισμένος απέναντι στο πολιτικό σύστημα, το οποίο σ’ ένα μεγάλο βαθμό ευθύνεται γι’ αυτή την κατάσταση. Ταυτόχρονα, παρακολουθούσα την απήχηση που είχε η κρίση στο εξωτερικό με τα ακραία δημοσιεύματα κατά της χώρας. Έτσι θυμήθηκα τα γεγονότα της Σφαγής στο Δήλεσι, πίσω στο 1870. Τότε, η συμμορία των Αρβανιτάκηδων σφαγίασε τέσσερις επιφανείς Ευρωπαίους περιηγητές. Το φαινόμενο της ληστείας βρισκόταν σε έξαρση και το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα είχε στενές σχέσεις με ορισμένες από τις συμμορίες. Εξαιτίας της Σφαγής στο Δήλεσι, η Ελλάδα έγινε το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης. Τα δημοσιεύματα στην Ευρώπη ήταν άκρως προσβλητικά για τη χώρα και τους Έλληνες. Αυτές οι ομοιότητες, και άλλες πολλές, ανάμεσα στις δύο εποχές και τα γεγονότα, αποτέλεσαν το έναυσμα, την έμπνευση για το βιβλίο.

ΕΡ. Είστε αρχαιολόγος και ιστορικός, πόσο δύσκολο ήταν να γράψετε για τη Σφαγή στο Δήλεσι, ένα γεγονός που συνέβη το 1870;
ΑΠ. Η Σφαγή στο Δήλεσι μου έδωσε την ευκαιρία να μιλήσω για το σήμερα, αλλά και αντίστροφα. Η Σφαγή στο Δήλεσι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας και στις σχέσεις με τις άλλες χώρες. Το πόσο σημαντικό ήταν καταδεικνύεται από το γεγονός πως η τότε κυβέρνηση του Θρασύβουλου Ζαΐμη κατέρρευσε υπό το βάρος των εξελίξεων, ο βασιλιάς Γεώργιος απείλησε να εγκαταλείψει τη χώρα, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, πλην της Ρωσίας, ήταν έτοιμες να συνασπιστούν με την Αγγλία και να την υποστηρίξουν σε περίπτωση επέμβασης στην Ελλάδα. Και ήταν κάτι που πολλοί προεξοφλούσαν. Τελικά, τον Ιούλιο ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη έστρεψε την προσοχή της αλλού. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως αυτή η εξέλιξη έσωσε τη χώρα. Για να μπορέσω να μιλήσω για τις δύο εποχές, έπρεπε να διαβάσω πολύ. Αυτό δεν ήταν δύσκολο. Το δύσκολο ήταν να πάρουν σχήμα και μορφή όσα είχα σχεδιάσει στο μυαλό μου. Και είναι αλήθεια ότι πολλές φορές ένιωσα πως το βιβλίο κάπου ξέφευγε από τον έλεγχό μου. Μια επιπλέον δυσκολία ήταν η γλώσσα, η ιδιόλεκτος που χρησιμοποιούσαν οι ληστές, πίσω στο 1870.























ΕΡ. Στο βιβλίο σας παραλληλίζετε την κατάσταση της Ελλάδας το 1870 με τη σημερινή πραγματικότητα. Πιστεύετε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται;
ΑΠ. Κάθε ιστορικό γεγονός είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο. Υπάρχουν, όμως, πολλές ομοιότητες ανάμεσα σε δύο γεγονότα, όπως ίσως υπάρχουν πολλές άλλες διαφορές. Αυτό που μας οδηγεί πολλές φορές στο να αποδεχτούμε μια τέτοια θέση, ότι δηλ. η ιστορία επαναλαμβάνεται, είναι η επιλογή των συγκεκριμένων ομοιοτήτων και από την άλλη η απόρριψη/απόκρυψη των διαφορών. Για παράδειγμα, ανάμεσα στο 1870 και το σήμερα υπάρχουν αρκετές ομοιότητες. Αν συνεξεταστούν, ωστόσο, τα δύο γεγονότα σε βάθος θα μπορούσε κανείς να ανασύρει άλλες 100 διαφορές. Οι άνθρωποι διαμορφώνουν την ιστορία με τα λάθη, τις παραλείψεις, τις αποφάσεις τους. Πιστεύω, ωστόσο, πως το παρελθόν επηρεάζει το παρόν και για να χρησιμοποιήσω τα λόγια ενός εκ των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση», του αστυνόμου Αποστόλου, «… τα γεγονότα είναι απόρροια άλλων γεγονότων, το ωστικό τους κύμα φτάνει μέχρι το σήμερα, τα σημάδια τους είναι ακόμα ορατά γύρω μας, μέσα μας». Είναι οι δυνάμεις που έδρασαν κατά το παρελθόν και άφησαν πίσω σπέρματα εν υπνώσει, έτοιμα να ενεργοποιηθούν ξανά. Τα γεγονότα μοιάζουν μεταξύ τους, ίσως γιατί τα αίτια που οδηγούν σ’ αυτά είναι πανομοιότυπα. Είναι οι επαρκείς συνθήκες που μαζεύονται, η συσσωρευμένη ενέργεια που οδηγεί στην έκρηξη ενός ηφαιστείου, είναι οι τεκτονικές πλάκες που κινούνται η μια προς την άλλη. Η σεισμική δόνηση είναι θέμα χρόνου. Αν ο άνθρωπος μάθαινε από τα λάθη του, διέβλεπε αυτή τη συσσωρευμένη ενέργεια και αντιμετώπιζε τα αίτια, πριν ξεσπάσουν, θα απέφευγε πολλές τραγωδίες και γεγονότα. Είναι πεποίθησή μου ότι το παρελθόν, όσο πίσω κι αν ανατρέξει κανείς, μπορεί να φωτίσει το παρόν.

ΕΡ. Γράφετε, «οι ληστές άφησαν τα βουνά, κατέλαβαν τις πόλεις», τι θέλετε να πείτε; 
ΑΠ. Η φράση ανήκει στον λήσταρχο του Μεσοπολέμου Φώτη Γιαγκούλα. Υποστήριζε πως κάποτε «οι κλέφτες θα ξοφλήσουν από τα βουνά και θα κατέβουν στις πόλεις». Μοιάζει προφητικός ο λόγος του. Το φαινόμενο της ληστείας έχει πάρει άλλες διαστάσεις στις μέρες μας. Ο ήρωας του βιβλίου καθηγητής Σεργίδης σε έναν από τους πύρινους λόγους του ενώπιον των φοιτητών του (ένας από αυτούς είναι και ο πρωταγωνιστής, ο Αλέξης Σοκαρδής) στο αμφιθέατρο αναφέρει πως: «Η πολιτική σήμερα είναι βιομηχανία συγκεκαλυμμένης ληστείας». Με την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, τα σκάνδαλα, τις μίζες, τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος, τη συμπαιγνία με τραπεζίτες και άλλα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα πώς είναι δυνατόν να αδιαφορήσει κανείς μπροστά στα λόγια ενός ληστή, του Γιαγκούλα;

ΕΡ. Ποιες είναι οι ομοιότητες εκείνης της εποχής με τη σημερινή;
ΑΠ. Βασική πρόθεσή μου ήταν να εξετάσω αυτές τις ομοιότητες. Μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία συνειδητοποίησα πως οι λόγοι για τους οποίους οδηγηθήκαμε σήμερα σ’ αυτή την κρίση ήταν οι παθογένειες που φέρει το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του. Οι πελατειακές σχέσεις, η μικροπολιτική, η διαφθορά εν γένει του πολιτικού συστήματος, η συμπαιγνία του με τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, οι παρασκηνιακές ή φανερές επεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων είναι ορισμένες από αυτές τις ομοιότητες. Είναι παράγοντες που δεν επέτρεψαν στη χώρα να μετεξελιχθεί σε μια αστική δημοκρατία δυτικού τύπου, τουλάχιστον όχι στον βαθμό που θα έπρεπε. Υπάρχουν, όμως, και ορισμένες συμπτώσεις ανάμεσα στην εποχή προ και κατά το 1870 και το 2013 (η σημερινή εποχή στο μυθιστόρημα). Όταν οι Βαυαροί του Όθωνα έφτασαν στην Ελλάδα, επικεφαλής του Νομισματοκοπείου ορίστηκε ένας Βαυαρός υπολοχαγός, ο Χριστόφορος Ράιχενμπαχ, υπεύθυνος για την κοπή των νομισμάτων. Μέχρι πρόσφατα υπεύθυνος για την εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής ήταν ένας άλλος Ράιχενμπαχ, Χορστ αυτός, επικεφαλής της TaskForce. Στη διάρκεια της δεκαήμερης ομηρίας των ξένων περιηγητών από τους Αρβανιτάκηδες, ο Άγγλος πρέσβης στην Αθήνα, ο Έρσκιν, παρακαθόταν στις συνεδρίες του Υπουργικού Συμβουλίου και υπαγόρευε την πολιτική της κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και σήμερα με τους εκπροσώπους της τρόικας ή του κουαρτέτου. Επίσης, τα δημοσιεύματα στον ξένο τύπο της εποχής του 1870 και τουλάχιστον στην αρχή της οικονομικής κρίσης δε διαφέρουν και πολύ. Είναι και στις δύο περιπτώσεις προκλητικά και προσβλητικά για τους Έλληνες. Όλα αυτά μου πρόσφεραν μια βάση, την ευκαιρία να συνδέσω τις δύο εποχές. Ωστόσο, θέλω να σημειώσω ξανά: Η ιστορία μπορεί να μοιάζει ότι επαναλαμβάνεται σαν τραγωδία ή φάρσα, αλλά η πραγματικότητα είναι πως υπάρχουν σημαντικές διαφορές.

ΕΡ. Το βιβλίο σας έχει ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές, ερωτικές, αστυνομικές αναφορές. Εσείς πώς το χαρακτηρίζετε;
ΑΠ. Το βιβλίο είναι αλήθεια πως δεν μπορεί εύκολα να καταταχθεί σε μια από τις πιο πάνω κατηγορίες. Είναι εν μέρει ιστορικό, κοινωνικό, αστυνομικό κ.λπ. Πιστεύω, πως παράλληλα με όλα αυτά, είναι ταυτόχρονα και ένα βαθιά πολιτικό βιβλίο.

ΕΡ. Πόσο δύσκολο ήταν να εμπλέξετε τη μυθοπλασία μέσα στην ιστορία;
ΑΠ. Το βιβλίο είναι, κατά κάποιον τρόπο, ένα υβρίδιο που κινείται ανάμεσα στη μυθοπλασία και την ιστορία. Οι ομοιότητες που εντοπίζονται στις δύο εποχές, το 1870 και το σήμερα, δεν αρκούσαν για να υπάρξει η απαραίτητη σύνδεση και να καταστεί το βιβλίο λειτουργικό ως μυθιστόρημα. Αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο μέσα από την πλοκή και τη διαγραφή των χαρακτήρων. Έτσι, ο πρωταγωνιστής, ο φοιτητής Αλέξης Σοκαρδής, είναι απόγονος ενός εκ των μελών της συμμορίας των Αρβανιτάκηδων. Στο ξενοδοχείο όπου δολοφονούνται οι τροϊκανοί αφήνει κωδικοποιημένο σημείωμα που παραπέμπει στα γεγονότα του Δήλεσι. Ο καθηγητής Ρωμανός Σεργίδης ως ιστορικός διερεύνησε σε βάθος τη Σφαγή στο Δήλεσι και περιπλανήθηκε στα μέρη που διεξήχθη η τραγωδία του 1870. Ο αστυνόμος Αποστόλου, ο οποίος καλείται να διαλευκάνει τη δολοφονία των τροϊκανών, είναι υποχρεωμένος να εξετάσει τη σχέση αυτού του γεγονότος με τη Σφαγή στο Δήλεσι. Έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η μυθοπλασία συνάντησε την πραγματικότητα. Δεν ήταν εξαρχής εύκολο. Έπρεπε να επινοηθούν μια σειρά από γεγονότα-χαρακτήρες και την ίδια στιγμή να επιλυθούν διάφορα ζητήματα που σχετίζονται με την πλοκή και τα πρόσωπα.

ΕΡ. Στο βιβλίο σας υπάρχουν θύτες, υπάρχουν και θύματα. Υπάρχουν κι εξιλαστήρια θύματα;
ΑΠ. Θα έλεγα ότι όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι σε έναν βαθμό εξιλαστήρια θύματα. Θύτες-θύματα είναι μια από τις παραμέτρους στις οποίες στηρίζεται το βιβλίο. Ο Σοκαρδής, ο δολοφόνος των τροϊκανών, είναι ταυτόχρονα θύμα και θύτης. Παιδί ακόμα έχασε μέσα στη μεγάλη κρίση του χρηματιστηρίου στην Κύπρο τον πατέρα του (αυτοχειρία) και είδε την περιουσία που συσσώρευσε να εξαφανίζεται. Έχασε τον παράδεισό του, την ευτυχία που ως τότε βίωνε. Οι υπαίτιοι δεν τιμωρήθηκαν, όπως δεν πρόκειται να τιμωρηθούν και οι υπαίτιοι της σημερινής κρίσης. Ο λαός είναι το κύριο θύμα, αυτός που υποφέρει. Υπάρχει, όμως, ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να θεωρηθεί κλασικό εξιλαστήριο θύμα. Αυτός είναι ο καθηγητής Ρωμανός Σεργίδης. Ο Σεργίδης ξεσκεπάζει διαχρονικά, από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα, τη συμπαιγνία του διεφθαρμένου πολιτικού και τραπεζικού-οικονομικού συστήματος. Αυτό συμβαίνει μέσα από μια σειρά διαλέξεων προς τους φοιτητές του υπό τον τίτλο «Πολιτική/οί, ληστεία και τρομοκρατία», την αρθογραφία του, αλλά και μέσα από ένα βιβλίο που ετοιμάζει. Και το σύστημα δε θα τον ανεχθεί. Σύντομα θα βρεθεί κατηγορούμενος για τη δολοφονία των τροϊκανών.

ΕΡ. Ο φανταστικός Ρωμανός Σεργίδης ακολούθησε την πορεία των ληστών Αρβανιτάκηδων για να ολοκληρώσει τις μελέτες του. Εσείς ακολουθήσατε τα ίχνη του Σεργίδη σ΄ ένα πραγματικό οδοιπορικό;
ΑΠ. Ακολουθώντας τα ίχνη του Σεργίδη, στην πραγματικότητα τα ίχνη της συμμορίας των Αρβανιτάκηδων και των ομήρων τους, έζησα ταυτόχρονα με τη συγγραφή του βιβλίου μια συγκλονιστική περιπέτεια. Ήθελα να εντοπίσω ό, τι σώζεται από το γεγονός της Σφαγής στο Δήλεσι. Έπρεπε η ιστορία μου να αποκτήσει περισσότερη αληθοφάνεια, να σεβαστώ τον αναγνώστη. Ακολούθησα, λοιπόν, αυτό το οδοιπορικό της αγωνίας που κράτησε δέκα μέρες για τους θύτες και τα θύματα. Πέρασα από το Πικέρμι, τη Μονή Πεντέλης, τη Σταμάτα, τον Ωρωπό και το Συκάμινο. Εντόπισα τα μέρη και τα σπίτια (ερείπια σήμερα) στα οποία έζησαν ληστές και περιηγητές. Επισκέφθηκα την Αγγλικανική Εκκλησία στην Οδό Φιλελλήνων και το Προτεσταντικό Κοιμητήριο στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Παντού βρήκα ίχνη και αναμνήσεις εκείνης της εποχής. Έτσι το μυθιστόρημα κατέληξε να είναι ένα κράμα πραγματικότητας και μυθοπλασίας.

ΕΡ. Ποιος ήταν ο στόχος σας γράφοντας το βιβλίο, θέλατε να περάσετε κάποιο μήνυμα;
ΑΠ. Ήθελα να εξηγήσω πως πίσω από τα γεγονότα που αφορούν το σήμερα, κρύβεται κάτι πολύ βαθύτερο που έρχεται από το παρελθόν. Πέρα από το να εντοπίσω τις ομοιότητες ανάμεσα στις δύο εποχές, να εξετάσω τα αίτια που οδήγησαν και στις δύο περιπτώσεις (1870 και 2013) στην κρίση (οι παθογένειες από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους), θα έλεγα πως μέσα από το βιβλίο, παρά τη φαινομενική απαισιοδοξία του, ανακύπτει από αυτή τη ζοφερή κατάσταση και μια αισιόδοξη προοπτική. Και αυτή η αισιοδοξία και η ελπίδα προκύπτει από την επιμονή του αστυνόμου Αποστόλου να φτάσει στην αλήθεια. Η ιεραποστολική προσήλωσή του στο καθήκον, η ακεραιότητα και η τιμιότητά του είναι ό,τι χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα. Ανθρώπους, πολίτες διατεθειμένους να πράξουν το καθήκον τους με τιμιότητα από όποιο μετερίζι κι αν υπηρετούν. Επιπλέον, και ο καθηγητής Ρωμανός Σεργίδης, όσο κι αν φαίνεται πως συντρίβεται από τις «αόρατες» δυνάμεις που λυμαίνονται τη χώρα, επιμένει κι αυτός στο καθήκον του μέχρι τέλους, ως ιστορικός να ξεσκεπάζει τις ιστορικές αλήθειες που συνυφαίνονται με το σήμερα και να ξεμπροστιάζει πολιτικούς και τραπεζίτες, τα παρασκηνιακά συμφέροντα που οδήγησαν τη χώρα στην καταστροφή. Το βιβλίο, κατά την άποψή μου, προτείνει έμμεσα και μια στάση αντίστασης απέναντι σ’ αυτή την καταστροφική πορεία. Οι ήρωες του μυθιστορήματος έχουν ο καθένας τη διέξοδό του, για να μπορέσουν να αντέξουν. Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον πολιτισμό. Υπάρχουν πολλές αναφορές στο καλό βιβλίο, στην τέχνη της φωτογραφίας, στον κινηματογράφο, στη μουσική, στο ψάρεμα και γενικά τη φύση. Είναι η εκτόνωση που επιζητεί ο καθένας. Πιστεύω απόλυτα πως η απάντηση στην κρίση είναι αυτά τα απλά πράγματα που θα προσδώσουν ποιότητα στην καθημερινότητά μας. Κι αυτό είναι μια πράξη αντίστασης.

ΕΡ. Έχετε γράψει πολλά βιβλία και έχετε καταξιωθεί ως συγγραφέας. Τι είναι για σας η συγγραφή;
ΑΠ. Δε νομίζω πως έχω γράψει πολλά βιβλία (πέντε μυθιστορήματα) και σίγουρα δεν πιστεύω πως έχω καταξιωθεί ως συγγραφέας. Αισθάνομαι πως βρίσκομαι ακόμα στην αρχή, πως ακόμα μαθαίνω να μπουσουλάω. Έχω ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μου. Προς το παρόν χαίρομαι την κάθε στιγμή από την ώρα της σύλληψης, την έρευνα και τη μελέτη, τη συγγραφή και την επεξεργασία μέχρι την έκδοση, το ταξίδι του βιβλίου. Είναι μια συναρπαστική περιπέτεια. Αυτό έχει σημασία για μένα. Η συγγραφή είναι το οξυγόνο μου, αυτό που προσδίδει ισορροπία στην εντατική καθημερινότητά μου. Από αυτήν αντλώ δύναμη στη ζωή μου. Ασχολούμαι με αυτό που αγαπώ πιο πολύ έστω και μέσα σε δύσκολες συνθήκες και ασφυκτικά χρονικά πλαίσια (οικογένεια, σχολείο). Ταυτόχρονα, θα έλεγα ότι περισσότερο από τη συγγραφή, πιο σημαντικό για μένα είναι το διάβασμα. Αν είχα να διαλέξω ανάμεσα στα δύο, θα διάλεγα το δεύτερο.

ΕΡ. Πολλά βιβλία σας έχουν μεταφραστεί σε άλλες γλώσσες. Πώς αισθάνεστε με αυτή την αναγνώριση;
ΑΠ. Το «Ώσπερ στρουθίον, τάχος επέτασας» (2003) -βασίζεται στην πραγματική ιστορία του αδελφού μου που δε γνώρισα- μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε στη Βουλγαρία το 2013 (Εκδ. Πλάμακ). Το «Ένα τσεκούρι στα χέρια σου» (Άνευ, 2007) κυκλοφορεί αυτές τις μέρες επίσης στη Βουλγαρία (Εκδ. Panorama, μετ.IrenaAlexieva). Το «Ημερολόγιο μιας απιστίας» (Εκδ. Ψυχογιός, 2012) κυκλοφορεί στα πολωνικά (Εκδ. KsiazkoweKlimaty, μετ. EwaSzyler) και τα γερμανικά (Εκδ. GrιechenlandZeitung, μετ. Michaela Prinzinger). Έχουν πωληθεί τα δικαιώματα σε άλλες οκτώ χώρες και αναμένεται να κυκλοφορήσει στην Ουγγαρία, τα Σκόπια, την Αλβανία, την Τουρκία, τη Σλοβενία, τη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Σερβία. «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση» (Εκδ. Ψυχογιός, 2015) αναμένεται κι αυτό να κυκλοφορήσει στην Πολωνία. Αισθάνομαι πολύ ευτυχής. Είναι το όνειρο που θέλει να ζήσει κάθε συγγραφέας. Πριν από τρία χρόνια ήταν αδιανόητο να σκεφτώ καν κάτι τέτοιο. Ζω, επομένως, το όνειρό μου. Είναι ένα γοητευτικό ταξίδι. Είναι συναρπαστικό να αισθάνεται κανείς πως τα βιβλία του ταξιδεύουν πέρα από τα σύνορα, φτάνουν σε περισσότερους αναγνώστες με τους οποίους μοιράζεται εμπειρίες σε μια ουσιώδη πνευματική επικοινωνία. Ταυτόχρονα, έχω συναίσθηση πως αυτό μπορεί να μη σημαίνει και πολλά πράγματα. Σίγουρα δε σημαίνει καταξίωση. Κυκλοφορούν πολύ καλύτερα βιβλία από τα δικά μου στην Ελλάδα, τα οποία δεν πέρασαν τα σύνορα, γιατί δεν υπήρξαν οι κατάλληλοι μηχανισμοί ίσως και οι συγκυρίες όπως στη δική μου περίπτωση.

ΕΡ. Έχετε τιμηθεί με το βραβείο λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2013. Πώς εισπράξατε αυτή τη μεγάλη διάκριση;
ΑΠ. Αναμφίβολα είναι σημαντικό βραβείο. Και μπορώ να το εκτιμήσω καλύτερα σήμερα, τρία χρόνια μετά, για τη μεγάλη προοπτική που έδωσε στο «Ημερολόγιο μιας απιστίας» να μεταφραστεί σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Είναι ταυτόχρονα ένα χρέος και καθήκον να μην απογοητεύσω όσους πίστεψαν στο βιβλίο (εκδότες, αναγνώστες, την επιτροπή που το επέλεξε) αλλά και τον ίδιο τον εαυτό μου στα επόμενα βιβλία. Την ίδια στιγμή, έχω συναίσθηση ότι ένα βραβείο δε σημαίνει και καταξίωση. Σίγουρα βοηθά, αλλά τα βραβεία δεν είναι αυτά που θα καταξιώσουν το βιβλίο ή τον συγγραφέα. Οι αναγνώστες και ο χρόνος έχουν τον πρώτο λόγο. Στη θέση του δικού μου βιβλίου θα μπορούσε να ήταν ένα άλλο. Θα πω κάτι τετριμμένο που το επαναλαμβάνω συχνά: Υπάρχουν συγγραφείς που αξιώθηκαν τη μεγαλύτερη διάκριση, το βραβείο Νόμπελ, αλλά σήμερα εξακολουθούν να παραμένουν σχετικά άγνωστοι, και άλλοι που δεν έχουν βραβευτεί ποτέ, αλλά είναι σήμερα στην πρώτη γραμμή, σημαντικοί και καταξιωμένοι.

ΕΡ. Τι θα θέλατε να πείτε ως επίλογο της κουβέντας μας;
ΑΠ. Πρώτα πρώτα να σας ευχαριστήσω που μου δίνετε αυτή την ευκαιρία να μιλήσω για τα βιβλία μου. Αισθάνομαι τυχερός και ευγνώμων που οι Εκδόσεις Ψυχογιός εμπιστεύονται τα μυθιστορήματά μου μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή κρίση. Είμαι ευτυχής που κάνω αυτό που αγαπώ και χαρούμενος που τα βιβλία μου ταξιδεύουν και φτάνουν σε αναγνώστες οι οποίοι ίσως συναντούν στις σελίδες τους ένα μέρος του εαυτού τους. Κι αυτό για μένα είναι πολύ σπουδαίο. Η συγγραφή, η ανάγνωση είναι πράξη και μορφή επικοινωνίας και ένας τρόπος να ανασηκώσουμε την πλάτη μας πάνω από τη μάζα και τα αδιέξοδα της εποχής μας. Έχουμε ανάγκη την επικοινωνία. Η Ευρώπη με τα χίλια προβλήματα έχασε τον προσανατολισμό της, πρόδωσε τις αξίες της. Επομένως, θεωρώ πως αυτή η επικοινωνία είναι σημαντική.
*** Το βιβλίο «Το μίσος είναι η μισή εκδίκηση» του Αιμίλιου Σολωμού κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ

Μαίρη Γκαζιάνη

Γεννήθηκε στα Ιωάννινα.  Μεγάλωσε στην Αθήνα όπου ζει μέχρι σήμερα και εργάσθηκε ως τραπεζοϋπάλληλος. Στο παρελθόν ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με την φωτογραφία ενώ τώρα ζωγραφίζει και παράλληλα γράφει. Τον Μάιο του 2012 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή με τίτλο «Σου γράφω…», τον Σεπτέμβρη 2013 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ και τον Ιούνιο του 2014 κυκλοφόρησε το βιβλίο της ΤΑ ΠΛΗΚΤΡΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ  από τις εκδόσεις ΟΣΤΡΙΑ. Επίσης, το παραμύθι της «Το ψαράκι του βυθού» συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο «Παραμύθια και Μαμάδες» εκδόσεις Βερέττα 2015. 
Γράφει στίχους για τραγούδια, με τελευταίο «Το λάθος» το οποίο συμπεριλαμβάνεται στο CD «Με τον άνεμο της Όστρια» σε μουσική Ελένης Μπελιμπασάκη και ερμηνεία Βασίλης Διαμάντης. Υπήρξε ραδιοφωνική παραγωγός ενώ μεγάλες της αγάπες είναι το θέατρο και ο χορός με τα οποία ασχολείται ερασιτεχνικά.

wibiya widget